- αὐξητικῆς
- αὐξητικόςgrowingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκίνη — Αλειφατικό αμινοξύ με χημικό τύπο (CH3)2CHCH2CH(NH2)COOH, το οποίο αποτελεί ανώτερο ομόλογο της γλυκόκολας. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 293 295°C, είναι ελάχιστα διαλυτή στο κρύο νερό και έχει μοριακό βάρος 131,8.… … Dictionary of Greek
συμποδικός — ή, ό, Ν φρ. «συμποδική διασταύρωση» βοτ. (στα σπερματόφυτα) ο ένας από τους δύο τύπους διακλάδωσης τού βλαστού κατά τον οποίο, σε αντιδιαστολή προς τον μονοποδικό, το επάκριο αρχέφυτρο τού κύριου άξονα σταματά την αύξηση του στο τέλος τής… … Dictionary of Greek
σωματολιμπερίνη — η, Ν (βιοχ.) μικρό πολυπεπτίδιο το οποίο παράγεται από τους υποθαλαμικούς νευρώνες και ρυθμίζει την παραγωγή τής αυξητικής ορμόνης, δηλαδή τής σωματοτροπίνης, στην υπόφυση … Dictionary of Greek
διαγονιδιακοί οργανισμοί — Οργανισμοί που έχουν ενσωματώσει στο γονιδίωμά τους ξένο DNA. Ονομάζονται και γενετικά τροποιημένοι οργανισμοί. Το ξένο DNA αποκαλείται διαγονίδιο και η όλη διαδικασία διαγονιδιακή τεχνολογία ή διαγένεση. Η μεθοδολογία των δ.ο. αναπτύχθηκε και… … Dictionary of Greek